- μονοναυτικός
- μονοναυτικός, -ή, -όν (Μ) [μονοναύτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονοναύτη («οἰκίαν ἐπικαλουμένην μονοναυτικήν», Ευστάθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοναυτικήν — μονοναυτικός lonely voyager fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)